Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποτρείω — Α βλ. ὑποτρέω … Dictionary of Greek
υποτρέω — και επικ. τ. ὑποτρείω ΜΑ οπισθοχωρώ από φόβο (α. «οὔ πως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι οὐδ ἀναδῡναι», Ομ. Ιλ. β. «οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρέω / τρείω «φοβάμαι, δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή»] … Dictionary of Greek